- αλεύρι
- Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ. καλαμποκάλευρο, ριζάλευρο, αλεύρι σίκαλης κλπ.). Επίσης α. δίνουν οι σπόροι των ελλοβοκάρπων (φασόλια, κουκιά, ρεβίθια κλπ.), οι ρίζες ενός βραζιλιάνικου φυτού της οικογένειας των συφορβιιδών (ταπιόκα) και ορισμένοι καρποί (κάστανο).
Κατεξοχήν α. πάντως είναι αυτό των δημητριακών, που είναι και το πιο εμπορεύσιμο, γιατί χρησιμοποιείται στη διατροφή του ανθρώπου. Αυτό το α. περιέχει άμυλο, πρωτεΐνες, λιπαρές ουσίες, ανόργανες ύλες, νερό και κυτταρίνη. Τη μεγαλύτερη θρεπτική αξία, λόγω της σύνθεσής του, έχει το α. του σιταριού. Μεταξύ των συστατικών του υπάρχει μια πρωτεϊνική ουσία μεγάλης αξίας, η γλουτένη. Η παρουσία της δίνει στο α. μεγαλύτερες ή μικρότερες ιδιότητες ελαστικότητας και αντοχής, οι οποίες το καθιστούν κατάλληλο για την αρτοποιία (α. μαλακών σιτηρών) ή για την παρασκευή ζυμαρικών (α. σκληρών σιτηρών). Η γλουτένη μπορεί εξάλλου και να εξαχθεί από το α. και να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή διαιτητικών παρασκευασμάτων μεγάλης θρεπτικής αξίας (ψωμί και ζυμαρικά γλουτένης).
Το α. μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο λευκό, ανάλογα με το ποσοστό των πιτύρων που περιέχει (βαθμός άλεσης). Πάντως, το πιο λευκό και το πιο ομογενές α. δεν είναι και το πιο θρεπτικό. Τα τελευταία χρόνια, η βιομηχανοποίηση των καταναλωτικών αγαθών είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή τυποποιημένου α.
* * *το (Μ ἀλεύριν)το προϊόν τής λεπτής αλέσεως σπόρων (κόκκων) ή άλλων αμυλούχων ιστών ή οργάνων τών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλευρον.ΠΑΡ. νεοελλ. αλευράς, αλευρένιος, αλευριά, αλευρικό, αλευρίλα, αλευρίτικος.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευραγορά, αλευράπιδο, αλευραποθήκη, αλευροβιομηχανία, αλευρογαλιά, αλευρογυρίζω, αλευροδόχη, αλευρυειδής, αλευροζούμι, αλευρόκολλα, αλευροκόσκινο, αλευρομαντεία, αλευρόμετρο, αλευρόμυλος, αλευροπάζαρο, αλευροποιός, αλευροπώλης, αλευρόσακος, αλευρότητα, αλευροσκόρπης, αλευροσκούληκο, αλευροστάφυλο, αλευρούχος].
Dictionary of Greek. 2013.